Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γειτόσυνος
γείτων
γειώρας
Γέλα
γελανής
γέλανοι
γελανόω
Γελάνωρ
γελασείω
γελάσιμος
γελασῖνος
γέλασις
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγη
γελγιδόομαι
γέλγις
γελγοπωλέω
View word page
γελασῖνος
laugher
ShortDef
laugher
Debugging
Headword:
γελασῖνος
Headword (normalized):
γελασῖνος
Headword (normalized/stripped):
γελασινος
IDX:
18613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18614
Key:
Data
{'content': 'laugher'}