Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γειτονία
γειτόσυνος
γείτων
γειώρας
Γέλα
γελανής
γέλανοι
γελανόω
Γελάνωρ
γελασείω
γελάσιμος
γελασῖνος
γέλασις
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγη
γελγιδόομαι
γέλγις
View word page
γελάσιμος
laughable

ShortDef

laughable

Debugging

Headword:
γελάσιμος
Headword (normalized):
γελάσιμος
Headword (normalized/stripped):
γελασιμος
IDX:
18612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18613
Key:

Data

{'content': 'laughable'}