Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γειτονεία
γειτόνημα
γειτονία
γειτόσυνος
γείτων
γειώρας
Γέλα
γελανής
γέλανοι
γελανόω
Γελάνωρ
γελασείω
γελάσιμος
γελασῖνος
γέλασις
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγη
View word page
Γελάνωρ
Gelanor
ShortDef
Gelanor
Debugging
Headword:
Γελάνωρ
Headword (normalized):
γελάνωρ
Headword (normalized/stripped):
γελανωρ
IDX:
18610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18611
Key:
Data
{'content': 'Gelanor'}