Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γειτνιακός
γειτνίασις
γειτνιάω
γείτνιος
γειτονεία
γειτόνημα
γειτονία
γειτόσυνος
γείτων
γειώρας
Γέλα
γελανής
γέλανοι
γελανόω
Γελάνωρ
γελασείω
γελάσιμος
γελασῖνος
γέλασις
γέλασμα
γελαστής
View word page
Γέλα
Gela

ShortDef

Gela

Debugging

Headword:
Γέλα
Headword (normalized):
γέλα
Headword (normalized/stripped):
γελα
IDX:
18606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18607
Key:

Data

{'content': 'Gela'}