Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεισήπους
γείσιον
γεισόλογχος
γεῖσον
γεισόω
γείσωμα
γείσωσις
γειτνία
γειτνιακός
γειτνίασις
γειτνιάω
γείτνιος
γειτονεία
γειτόνημα
γειτονία
γειτόσυνος
γείτων
γειώρας
Γέλα
γελανής
γέλανοι
View word page
γειτνιάω
to be a neighbour, to border on

ShortDef

to be a neighbour, to border on

Debugging

Headword:
γειτνιάω
Headword (normalized):
γειτνιάω
Headword (normalized/stripped):
γειτνιαω
IDX:
18598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18599
Key:

Data

{'content': 'to be a neighbour, to border on'}