Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γειοκόμος
γειοφόρος
γεισήπους
γείσιον
γεισόλογχος
γεῖσον
γεισόω
γείσωμα
γείσωσις
γειτνία
γειτνιακός
γειτνίασις
γειτνιάω
γείτνιος
γειτονεία
γειτόνημα
γειτονία
γειτόσυνος
γείτων
γειώρας
Γέλα
View word page
γειτνιακός
neighbouring

ShortDef

neighbouring

Debugging

Headword:
γειτνιακός
Headword (normalized):
γειτνιακός
Headword (normalized/stripped):
γειτνιακος
IDX:
18596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18597
Key:

Data

{'content': 'neighbouring'}