Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γειαρότης
γεϊκός
γείνομαι
γειοκόμος
γειοφόρος
γεισήπους
γείσιον
γεισόλογχος
γεῖσον
γεισόω
γείσωμα
γείσωσις
γειτνία
γειτνιακός
γειτνίασις
γειτνιάω
γείτνιος
γειτονεία
γειτόνημα
γειτονία
γειτόσυνος
View word page
γείσωμα
pent-house

ShortDef

pent-house

Debugging

Headword:
γείσωμα
Headword (normalized):
γείσωμα
Headword (normalized/stripped):
γεισωμα
IDX:
18593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18594
Key:

Data

{'content': 'pent-house'}