Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεηρός
γειαρότης
γεϊκός
γείνομαι
γειοκόμος
γειοφόρος
γεισήπους
γείσιον
γεισόλογχος
γεῖσον
γεισόω
γείσωμα
γείσωσις
γειτνία
γειτνιακός
γειτνίασις
γειτνιάω
γείτνιος
γειτονεία
γειτόνημα
γειτονία
View word page
γεισόω
protect with a γεῖσον

ShortDef

protect with a γεῖσον

Debugging

Headword:
γεισόω
Headword (normalized):
γεισόω
Headword (normalized/stripped):
γεισοω
IDX:
18592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18593
Key:

Data

{'content': 'protect with a γεῖσον'}