Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γέη
γεηρός
γειαρότης
γεϊκός
γείνομαι
γειοκόμος
γειοφόρος
γεισήπους
γείσιον
γεισόλογχος
γεῖσον
γεισόω
γείσωμα
γείσωσις
γειτνία
γειτνιακός
γειτνίασις
γειτνιάω
γείτνιος
γειτονεία
γειτόνημα
View word page
γεῖσον
the projecting part of the roof, the eaves, cornice, coping
ShortDef
the projecting part of the roof, the eaves, cornice, coping
Debugging
Headword:
γεῖσον
Headword (normalized):
γεῖσον
Headword (normalized/stripped):
γεισον
IDX:
18591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18592
Key:
Data
{'content': 'the projecting part of the roof, the eaves, cornice, coping'}