Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γέεννα
γέη
γεηρός
γειαρότης
γεϊκός
γείνομαι
γειοκόμος
γειοφόρος
γεισήπους
γείσιον
γεισόλογχος
γεῖσον
γεισόω
γείσωμα
γείσωσις
γειτνία
γειτνιακός
γειτνίασις
γειτνιάω
γείτνιος
γειτονεία
View word page
γεισόλογχος
with a cornice of spear-heads
ShortDef
with a cornice of spear-heads
Debugging
Headword:
γεισόλογχος
Headword (normalized):
γεισόλογχος
Headword (normalized/stripped):
γεισολογχος
IDX:
18590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18591
Key:
Data
{'content': 'with a cornice of spear-heads'}