Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεγωνός
γέεννα
γέη
γεηρός
γειαρότης
γεϊκός
γείνομαι
γειοκόμος
γειοφόρος
γεισήπους
γείσιον
γεισόλογχος
γεῖσον
γεισόω
γείσωμα
γείσωσις
γειτνία
γειτνιακός
γειτνίασις
γειτνιάω
γείτνιος
View word page
γείσιον
low parapet

ShortDef

low parapet

Debugging

Headword:
γείσιον
Headword (normalized):
γείσιον
Headword (normalized/stripped):
γεισιον
IDX:
18589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18590
Key:

Data

{'content': 'low parapet'}