Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεγώνησις
γεγωνητέον
γεγωνίσκω
γεγωνοκώμη
γεγωνός
γέεννα
γέη
γεηρός
γειαρότης
γεϊκός
γείνομαι
γειοκόμος
γειοφόρος
γεισήπους
γείσιον
γεισόλογχος
γεῖσον
γεισόω
γείσωμα
γείσωσις
γειτνία
View word page
γείνομαι
to be born; to beget

ShortDef

to be born; to beget

Debugging

Headword:
γείνομαι
Headword (normalized):
γείνομαι
Headword (normalized/stripped):
γεινομαι
IDX:
18585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18586
Key:

Data

{'content': 'to be born; to beget'}