Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεγωνέω
γεγώνησις
γεγωνητέον
γεγωνίσκω
γεγωνοκώμη
γεγωνός
γέεννα
γέη
γεηρός
γειαρότης
γεϊκός
γείνομαι
γειοκόμος
γειοφόρος
γεισήπους
γείσιον
γεισόλογχος
γεῖσον
γεισόω
γείσωμα
γείσωσις
View word page
γεϊκός
of land

ShortDef

of land

Debugging

Headword:
γεϊκός
Headword (normalized):
γεϊκός
Headword (normalized/stripped):
γεικος
IDX:
18584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18585
Key:

Data

{'content': 'of land'}