Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γέγωνα
γεγωνέω
γεγώνησις
γεγωνητέον
γεγωνίσκω
γεγωνοκώμη
γεγωνός
γέεννα
γέη
γεηρός
γειαρότης
γεϊκός
γείνομαι
γειοκόμος
γειοφόρος
γεισήπους
γείσιον
γεισόλογχος
γεῖσον
γεισόω
γείσωμα
View word page
γειαρότης
a plougher of earth

ShortDef

a plougher of earth

Debugging

Headword:
γειαρότης
Headword (normalized):
γειαρότης
Headword (normalized/stripped):
γειαροτης
IDX:
18583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18584
Key:

Data

{'content': 'a plougher of earth'}