Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γέγειος
γεγηθότως
γεγυμνωμένως
γέγωνα
γεγωνέω
γεγώνησις
γεγωνητέον
γεγωνίσκω
γεγωνοκώμη
γεγωνός
γέεννα
γέη
γεηρός
γειαρότης
γεϊκός
γείνομαι
γειοκόμος
γειοφόρος
γεισήπους
γείσιον
γεισόλογχος
View word page
γέεννα
ge-hinnom
ShortDef
ge-hinnom
Debugging
Headword:
γέεννα
Headword (normalized):
γέεννα
Headword (normalized/stripped):
γεεννα
IDX:
18580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18581
Key:
Data
{'content': 'ge-hinnom'}