Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γε
γέγειος
γεγηθότως
γεγυμνωμένως
γέγωνα
γεγωνέω
γεγώνησις
γεγωνητέον
γεγωνίσκω
γεγωνοκώμη
γεγωνός
γέεννα
γέη
γεηρός
γειαρότης
γεϊκός
γείνομαι
γειοκόμος
γειοφόρος
γεισήπους
γείσιον
View word page
γεγωνός
loud-sounding

ShortDef

loud-sounding

Debugging

Headword:
γεγωνός
Headword (normalized):
γεγωνός
Headword (normalized/stripped):
γεγωνος
IDX:
18579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18580
Key:

Data

{'content': 'loud-sounding'}