Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰγήκης
αἰγιάζω
Αἰγιάλεια
Αἰγιάλειον
αἰγιάλειος
αἰγιαλικός
αἰγιαλίτης
Αἰγιαλός
αἰγιαλός
αἰγιαλοφύλαξ
αἰγιαλώδης
αἰγιαλώτης
αἰγιβάτας
αἰγιβάτης
αἰγίβοσις
αἰγιβότης
αἰγίβοτος
αἰγίδιον
Αἰγιεύς
αἰγίζω
αἰγίθαλλος
View word page
αἰγιαλώδης
frequenting the shore

ShortDef

frequenting the shore

Debugging

Headword:
αἰγιαλώδης
Headword (normalized):
αἰγιαλώδης
Headword (normalized/stripped):
αιγιαλωδης
IDX:
1857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1858
Key:

Data

{'content': 'frequenting the shore'}