Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαφάγας
γε
γέγειος
γεγηθότως
γεγυμνωμένως
γέγωνα
γεγωνέω
γεγώνησις
γεγωνητέον
γεγωνίσκω
γεγωνοκώμη
γεγωνός
γέεννα
γέη
γεηρός
γειαρότης
γεϊκός
γείνομαι
γειοκόμος
γειοφόρος
γεισήπους
View word page
γεγωνοκώμη
filling the village with clamour

ShortDef

filling the village with clamour

Debugging

Headword:
γεγωνοκώμη
Headword (normalized):
γεγωνοκώμη
Headword (normalized/stripped):
γεγωνοκωμη
IDX:
18578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18579
Key:

Data

{'content': 'filling the village with clamour'}