Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαστρόρροια
γαστροτόμος
γαστροφορέω
γαστροφόρος
γαστροχάρυβδις
γαστρόχειρ
γαστρώδης
γάστρων
γατόμος
γαυλικός
γαυλός
γαῦλος
γαυνάκη
γαύρηξ
γαυρίαμα
γαυριάω
γαῦρος
γαυρότης
γαυρόω
γαύρωμα
γαυσάδας
View word page
γαυλός
a milk-pail
ShortDef
a milk-pail
Debugging
Headword:
γαυλός
Headword (normalized):
γαυλός
Headword (normalized/stripped):
γαυλος
IDX:
18554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18555
Key:
Data
{'content': 'a milk-pail'}