Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαστρόπτης
γαστρορραφία
γαστρόρροια
γαστροτόμος
γαστροφορέω
γαστροφόρος
γαστροχάρυβδις
γαστρόχειρ
γαστρώδης
γάστρων
γατόμος
γαυλικός
γαυλός
γαῦλος
γαυνάκη
γαύρηξ
γαυρίαμα
γαυριάω
γαῦρος
γαυρότης
γαυρόω
View word page
γατόμος
cleaving the ground

ShortDef

cleaving the ground

Debugging

Headword:
γατόμος
Headword (normalized):
γατόμος
Headword (normalized/stripped):
γατομος
IDX:
18552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18553
Key:

Data

{'content': 'cleaving the ground'}