Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαστρομαντεύομαι
γαστροπίων
γαστρόπτης
γαστρορραφία
γαστρόρροια
γαστροτόμος
γαστροφορέω
γαστροφόρος
γαστροχάρυβδις
γαστρόχειρ
γαστρώδης
γάστρων
γατόμος
γαυλικός
γαυλός
γαῦλος
γαυνάκη
γαύρηξ
γαυρίαμα
γαυριάω
γαῦρος
View word page
γαστρώδης
pot-bellied
ShortDef
pot-bellied
Debugging
Headword:
γαστρώδης
Headword (normalized):
γαστρώδης
Headword (normalized/stripped):
γαστρωδης
IDX:
18550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18551
Key:
Data
{'content': 'pot-bellied'}