Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαστρολογία
γαστρομαντεύομαι
γαστροπίων
γαστρόπτης
γαστρορραφία
γαστρόρροια
γαστροτόμος
γαστροφορέω
γαστροφόρος
γαστροχάρυβδις
γαστρόχειρ
γαστρώδης
γάστρων
γατόμος
γαυλικός
γαυλός
γαῦλος
γαυνάκη
γαύρηξ
γαυρίαμα
γαυριάω
View word page
γαστρόχειρ
living by one's hands

ShortDef

living by one's hands

Debugging

Headword:
γαστρόχειρ
Headword (normalized):
γαστρόχειρ
Headword (normalized/stripped):
γαστροχειρ
IDX:
18549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18550
Key:

Data

{'content': "living by one's hands"}