Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαστρίμαργος
γαστρίον
γάστρις
γαστρισμός
γαστροβαρής
γαστροειδής
γαστροκνήμη
γαστρολογία
γαστρομαντεύομαι
γαστροπίων
γαστρόπτης
γαστρορραφία
γαστρόρροια
γαστροτόμος
γαστροφορέω
γαστροφόρος
γαστροχάρυβδις
γαστρόχειρ
γαστρώδης
γάστρων
γατόμος
View word page
γαστρόπτης
vessel for cooking sausages
ShortDef
vessel for cooking sausages
Debugging
Headword:
γαστρόπτης
Headword (normalized):
γαστρόπτης
Headword (normalized/stripped):
γαστροπτης
IDX:
18542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18543
Key:
Data
{'content': 'vessel for cooking sausages'}