Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαστριμαργέω
γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γαστρίον
γάστρις
γαστρισμός
γαστροβαρής
γαστροειδής
γαστροκνήμη
γαστρολογία
γαστρομαντεύομαι
γαστροπίων
γαστρόπτης
γαστρορραφία
γαστρόρροια
γαστροτόμος
γαστροφορέω
γαστροφόρος
γαστροχάρυβδις
γαστρόχειρ
γαστρώδης
View word page
γαστρομαντεύομαι
divine by the belly

ShortDef

divine by the belly

Debugging

Headword:
γαστρομαντεύομαι
Headword (normalized):
γαστρομαντεύομαι
Headword (normalized/stripped):
γαστρομαντευομαι
IDX:
18540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18541
Key:

Data

{'content': 'divine by the belly'}