Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαστρήσιος
γαστρίδιον
γαστρίδουλος
γαστρίζω
γαστριμαργέω
γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γαστρίον
γάστρις
γαστρισμός
γαστροβαρής
γαστροειδής
γαστροκνήμη
γαστρολογία
γαστρομαντεύομαι
γαστροπίων
γαστρόπτης
γαστρορραφία
γαστρόρροια
γαστροτόμος
γαστροφορέω
View word page
γαστροβαρής
heavy with child

ShortDef

heavy with child

Debugging

Headword:
γαστροβαρής
Headword (normalized):
γαστροβαρής
Headword (normalized/stripped):
γαστροβαρης
IDX:
18536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18537
Key:

Data

{'content': 'heavy with child'}