Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γάστρη
γαστρήσιος
γαστρίδιον
γαστρίδουλος
γαστρίζω
γαστριμαργέω
γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γαστρίον
γάστρις
γαστρισμός
γαστροβαρής
γαστροειδής
γαστροκνήμη
γαστρολογία
γαστρομαντεύομαι
γαστροπίων
γαστρόπτης
γαστρορραφία
γαστρόρροια
γαστροτόμος
View word page
γαστρισμός
gluttonous eating

ShortDef

gluttonous eating

Debugging

Headword:
γαστρισμός
Headword (normalized):
γαστρισμός
Headword (normalized/stripped):
γαστρισμος
IDX:
18535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18536
Key:

Data

{'content': 'gluttonous eating'}