Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαστραφέτης
γάστρη
γαστρήσιος
γαστρίδιον
γαστρίδουλος
γαστρίζω
γαστριμαργέω
γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γαστρίον
γάστρις
γαστρισμός
γαστροβαρής
γαστροειδής
γαστροκνήμη
γαστρολογία
γαστρομαντεύομαι
γαστροπίων
γαστρόπτης
γαστρορραφία
γαστρόρροια
View word page
γάστρις
a glutton
ShortDef
a glutton
Debugging
Headword:
γάστρις
Headword (normalized):
γάστρις
Headword (normalized/stripped):
γαστρις
IDX:
18534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18535
Key:
Data
{'content': 'a glutton'}