Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γάστρα
γαστραία
γαστραφέτης
γάστρη
γαστρήσιος
γαστρίδιον
γαστρίδουλος
γαστρίζω
γαστριμαργέω
γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γαστρίον
γάστρις
γαστρισμός
γαστροβαρής
γαστροειδής
γαστροκνήμη
γαστρολογία
γαστρομαντεύομαι
γαστροπίων
γαστρόπτης
View word page
γαστρίμαργος
gluttonous

ShortDef

gluttonous

Debugging

Headword:
γαστρίμαργος
Headword (normalized):
γαστρίμαργος
Headword (normalized/stripped):
γαστριμαργος
IDX:
18532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18533
Key:

Data

{'content': 'gluttonous'}