Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαστήρ
γάστρα
γαστραία
γαστραφέτης
γάστρη
γαστρήσιος
γαστρίδιον
γαστρίδουλος
γαστρίζω
γαστριμαργέω
γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γαστρίον
γάστρις
γαστρισμός
γαστροβαρής
γαστροειδής
γαστροκνήμη
γαστρολογία
γαστρομαντεύομαι
γαστροπίων
View word page
γαστριμαργία
gluttony

ShortDef

gluttony

Debugging

Headword:
γαστριμαργία
Headword (normalized):
γαστριμαργία
Headword (normalized/stripped):
γαστριμαργια
IDX:
18531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18532
Key:

Data

{'content': 'gluttony'}