Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαστερόχειρ
γαστήρ
γάστρα
γαστραία
γαστραφέτης
γάστρη
γαστρήσιος
γαστρίδιον
γαστρίδουλος
γαστρίζω
γαστριμαργέω
γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γαστρίον
γάστρις
γαστρισμός
γαστροβαρής
γαστροειδής
γαστροκνήμη
γαστρολογία
γαστρομαντεύομαι
View word page
γαστριμαργέω
to be gluttonous

ShortDef

to be gluttonous

Debugging

Headword:
γαστριμαργέω
Headword (normalized):
γαστριμαργέω
Headword (normalized/stripped):
γαστριμαργεω
IDX:
18530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18531
Key:

Data

{'content': 'to be gluttonous'}