Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαρύω
γαστεροπλήξ
γαστερόχειρ
γαστήρ
γάστρα
γαστραία
γαστραφέτης
γάστρη
γαστρήσιος
γαστρίδιον
γαστρίδουλος
γαστρίζω
γαστριμαργέω
γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γαστρίον
γάστρις
γαστρισμός
γαστροβαρής
γαστροειδής
γαστροκνήμη
View word page
γαστρίδουλος
a slave to one's belly

ShortDef

a slave to one's belly

Debugging

Headword:
γαστρίδουλος
Headword (normalized):
γαστρίδουλος
Headword (normalized/stripped):
γαστριδουλος
IDX:
18528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18529
Key:

Data

{'content': "a slave to one's belly"}