Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γάρρα
γαρύω
γαστεροπλήξ
γαστερόχειρ
γαστήρ
γάστρα
γαστραία
γαστραφέτης
γάστρη
γαστρήσιος
γαστρίδιον
γαστρίδουλος
γαστρίζω
γαστριμαργέω
γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γαστρίον
γάστρις
γαστρισμός
γαστροβαρής
γαστροειδής
View word page
γαστρίδιον
dim. of γαστήρ, belly, paunch
ShortDef
dim. of γαστήρ, belly, paunch
Debugging
Headword:
γαστρίδιον
Headword (normalized):
γαστρίδιον
Headword (normalized/stripped):
γαστριδιον
IDX:
18527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18528
Key:
Data
{'content': 'dim. of γαστήρ, belly, paunch'}