Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαρότας
γάρρα
γαρύω
γαστεροπλήξ
γαστερόχειρ
γαστήρ
γάστρα
γαστραία
γαστραφέτης
γάστρη
γαστρήσιος
γαστρίδιον
γαστρίδουλος
γαστρίζω
γαστριμαργέω
γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γαστρίον
γάστρις
γαστρισμός
γαστροβαρής
View word page
γαστρήσιος
castrensis
ShortDef
castrensis
Debugging
Headword:
γαστρήσιος
Headword (normalized):
γαστρήσιος
Headword (normalized/stripped):
γαστρησιος
IDX:
18526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18527
Key:
Data
{'content': 'castrensis'}