Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γάρκον
γαροπώλης
γάρος
γαρότας
γάρρα
γαρύω
γαστεροπλήξ
γαστερόχειρ
γαστήρ
γάστρα
γαστραία
γαστραφέτης
γάστρη
γαστρήσιος
γαστρίδιον
γαστρίδουλος
γαστρίζω
γαστριμαργέω
γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γαστρίον
View word page
γαστραία
turnip

ShortDef

turnip

Debugging

Headword:
γαστραία
Headword (normalized):
γαστραία
Headword (normalized/stripped):
γαστραια
IDX:
18523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18524
Key:

Data

{'content': 'turnip'}