Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαρῖνος
γαρίσκος
γαριτικός
γάρκα
γάρκον
γαροπώλης
γάρος
γαρότας
γάρρα
γαρύω
γαστεροπλήξ
γαστερόχειρ
γαστήρ
γάστρα
γαστραία
γαστραφέτης
γάστρη
γαστρήσιος
γαστρίδιον
γαστρίδουλος
γαστρίζω
View word page
γαστεροπλήξ
glutton
ShortDef
glutton
Debugging
Headword:
γαστεροπλήξ
Headword (normalized):
γαστεροπλήξ
Headword (normalized/stripped):
γαστεροπληξ
IDX:
18519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18520
Key:
Data
{'content': 'glutton'}