Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαρηρόν
γαρῖνος
γαρίσκος
γαριτικός
γάρκα
γάρκον
γαροπώλης
γάρος
γαρότας
γάρρα
γαρύω
γαστεροπλήξ
γαστερόχειρ
γαστήρ
γάστρα
γαστραία
γαστραφέτης
γάστρη
γαστρήσιος
γαστρίδιον
γαστρίδουλος
View word page
γαρύω
give voice
ShortDef
give voice
Debugging
Headword:
γαρύω
Headword (normalized):
γαρύω
Headword (normalized/stripped):
γαρυω
IDX:
18518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18519
Key:
Data
{'content': 'give voice'}