Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαρέλαιον
γαρηρόν
γαρῖνος
γαρίσκος
γαριτικός
γάρκα
γάρκον
γαροπώλης
γάρος
γαρότας
γάρρα
γαρύω
γαστεροπλήξ
γαστερόχειρ
γαστήρ
γάστρα
γαστραία
γαστραφέτης
γάστρη
γαστρήσιος
γαστρίδιον
View word page
γάρρα
cheat, rogue

ShortDef

cheat, rogue

Debugging

Headword:
γάρρα
Headword (normalized):
γάρρα
Headword (normalized/stripped):
γαρρα
IDX:
18517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18518
Key:

Data

{'content': 'cheat, rogue'}