Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Γαργηττός
γαρέλαιον
γαρηρόν
γαρῖνος
γαρίσκος
γαριτικός
γάρκα
γάρκον
γαροπώλης
γάρος
γαρότας
γάρρα
γαρύω
γαστεροπλήξ
γαστερόχειρ
γαστήρ
γάστρα
γαστραία
γαστραφέτης
γάστρη
γαστρήσιος
View word page
γαρότας
bullock
ShortDef
bullock
Debugging
Headword:
γαρότας
Headword (normalized):
γαρότας
Headword (normalized/stripped):
γαροτας
IDX:
18516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18517
Key:
Data
{'content': 'bullock'}