Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαργαρεών
γαργαρίζω
γαργαρισμός
γαργαριστέον
Γάργαρον
Γαργηττός
γαρέλαιον
γαρηρόν
γαρῖνος
γαρίσκος
γαριτικός
γάρκα
γάρκον
γαροπώλης
γάρος
γαρότας
γάρρα
γαρύω
γαστεροπλήξ
γαστερόχειρ
γαστήρ
View word page
γαριτικός
made to hold
ShortDef
made to hold
Debugging
Headword:
γαριτικός
Headword (normalized):
γαριτικός
Headword (normalized/stripped):
γαριτικος
IDX:
18511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18512
Key:
Data
{'content': 'made to hold'}