Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαργαλίζω
γαργαλισμός
γάργαλος
γάργαρα
γαργαρεών
γαργαρίζω
γαργαρισμός
γαργαριστέον
Γάργαρον
Γαργηττός
γαρέλαιον
γαρηρόν
γαρῖνος
γαρίσκος
γαριτικός
γάρκα
γάρκον
γαροπώλης
γάρος
γαρότας
γάρρα
View word page
γαρέλαιον
paste made of γάρος and oil
ShortDef
paste made of γάρος and oil
Debugging
Headword:
γαρέλαιον
Headword (normalized):
γαρέλαιον
Headword (normalized/stripped):
γαρελαιον
IDX:
18507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18508
Key:
Data
{'content': 'paste made of γάρος and oil'}