Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γάπτωμα
γάρ
γαράριον
γαργαίρω
γαργαλίζω
γαργαλισμός
γάργαλος
γάργαρα
γαργαρεών
γαργαρίζω
γαργαρισμός
γαργαριστέον
Γάργαρον
Γαργηττός
γαρέλαιον
γαρηρόν
γαρῖνος
γαρίσκος
γαριτικός
γάρκα
γάρκον
View word page
γαργαρισμός
gargling

ShortDef

gargling

Debugging

Headword:
γαργαρισμός
Headword (normalized):
γαργαρισμός
Headword (normalized/stripped):
γαργαρισμος
IDX:
18503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18504
Key:

Data

{'content': 'gargling'}