Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γανωτής
γανωτός
γαοδίκαι
γαπετής
γάποτος
γάπτωμα
γάρ
γαράριον
γαργαίρω
γαργαλίζω
γαργαλισμός
γάργαλος
γάργαρα
γαργαρεών
γαργαρίζω
γαργαρισμός
γαργαριστέον
Γάργαρον
Γαργηττός
γαρέλαιον
γαρηρόν
View word page
γαργαλισμός
tickling

ShortDef

tickling

Debugging

Headword:
γαργαλισμός
Headword (normalized):
γαργαλισμός
Headword (normalized/stripped):
γαργαλισμος
IDX:
18498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18499
Key:

Data

{'content': 'tickling'}