Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γανώδης
γάνωμα
γάνωσις
γανωτής
γανωτός
γαοδίκαι
γαπετής
γάποτος
γάπτωμα
γάρ
γαράριον
γαργαίρω
γαργαλίζω
γαργαλισμός
γάργαλος
γάργαρα
γαργαρεών
γαργαρίζω
γαργαρισμός
γαργαριστέον
Γάργαρον
View word page
γαράριον
jar for γάρος
ShortDef
jar for γάρος
Debugging
Headword:
γαράριον
Headword (normalized):
γαράριον
Headword (normalized/stripped):
γαραριον
IDX:
18495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18496
Key:
Data
{'content': 'jar for γάρος'}