Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γάνος2
γανόω
γάνυμαι
Γανυμήδης
γανώδης
γάνωμα
γάνωσις
γανωτής
γανωτός
γαοδίκαι
γαπετής
γάποτος
γάπτωμα
γάρ
γαράριον
γαργαίρω
γαργαλίζω
γαργαλισμός
γάργαλος
γάργαρα
γαργαρεών
View word page
γαπετής
fallen to earth

ShortDef

fallen to earth

Debugging

Headword:
γαπετής
Headword (normalized):
γαπετής
Headword (normalized/stripped):
γαπετης
IDX:
18491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18492
Key:

Data

{'content': 'fallen to earth'}