Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γανάω
γάνος
γάνος2
γανόω
γάνυμαι
Γανυμήδης
γανώδης
γάνωμα
γάνωσις
γανωτής
γανωτός
γαοδίκαι
γαπετής
γάποτος
γάπτωμα
γάρ
γαράριον
γαργαίρω
γαργαλίζω
γαργαλισμός
γάργαλος
View word page
γανωτός
tinned, polished, lackered

ShortDef

tinned, polished, lackered

Debugging

Headword:
γανωτός
Headword (normalized):
γανωτός
Headword (normalized/stripped):
γανωτος
IDX:
18489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18490
Key:

Data

{'content': 'tinned, polished, lackered'}