Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γανάεις
γανάω
γάνος
γάνος2
γανόω
γάνυμαι
Γανυμήδης
γανώδης
γάνωμα
γάνωσις
γανωτής
γανωτός
γαοδίκαι
γαπετής
γάποτος
γάπτωμα
γάρ
γαράριον
γαργαίρω
γαργαλίζω
γαργαλισμός
View word page
γανωτής
tinsmith
ShortDef
tinsmith
Debugging
Headword:
γανωτής
Headword (normalized):
γανωτής
Headword (normalized/stripped):
γανωτης
IDX:
18488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18489
Key:
Data
{'content': 'tinsmith'}