Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαμψώνυχος
γανάεις
γανάω
γάνος
γάνος2
γανόω
γάνυμαι
Γανυμήδης
γανώδης
γάνωμα
γάνωσις
γανωτής
γανωτός
γαοδίκαι
γαπετής
γάποτος
γάπτωμα
γάρ
γαράριον
γαργαίρω
γαργαλίζω
View word page
γάνωσις
polishing
ShortDef
polishing
Debugging
Headword:
γάνωσις
Headword (normalized):
γάνωσις
Headword (normalized/stripped):
γανωσις
IDX:
18487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18488
Key:
Data
{'content': 'polishing'}