Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαμψῶνυξ
γαμψωνυχοπαντοφιλάρπασος
γαμψώνυχος
γανάεις
γανάω
γάνος
γάνος2
γανόω
γάνυμαι
Γανυμήδης
γανώδης
γάνωμα
γάνωσις
γανωτής
γανωτός
γαοδίκαι
γαπετής
γάποτος
γάπτωμα
γάρ
γαράριον
View word page
γανώδης
bright
ShortDef
bright
Debugging
Headword:
γανώδης
Headword (normalized):
γανώδης
Headword (normalized/stripped):
γανωδης
IDX:
18485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18486
Key:
Data
{'content': 'bright'}