Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαμψόω
γαμψῶνυξ
γαμψωνυχοπαντοφιλάρπασος
γαμψώνυχος
γανάεις
γανάω
γάνος
γάνος2
γανόω
γάνυμαι
Γανυμήδης
γανώδης
γάνωμα
γάνωσις
γανωτής
γανωτός
γαοδίκαι
γαπετής
γάποτος
γάπτωμα
γάρ
View word page
Γανυμήδης
Ganymede

ShortDef

Ganymede

Debugging

Headword:
Γανυμήδης
Headword (normalized):
γανυμήδης
Headword (normalized/stripped):
γανυμηδης
IDX:
18484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18485
Key:

Data

{'content': 'Ganymede'}