Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαμψότης
γαμψόω
γαμψῶνυξ
γαμψωνυχοπαντοφιλάρπασος
γαμψώνυχος
γανάεις
γανάω
γάνος
γάνος2
γανόω
γάνυμαι
Γανυμήδης
γανώδης
γάνωμα
γάνωσις
γανωτής
γανωτός
γαοδίκαι
γαπετής
γάποτος
γάπτωμα
View word page
γάνυμαι
to brighten up
ShortDef
to brighten up
Debugging
Headword:
γάνυμαι
Headword (normalized):
γάνυμαι
Headword (normalized/stripped):
γανυμαι
IDX:
18483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18484
Key:
Data
{'content': 'to brighten up'}